είρωνας — ο και είρων, ο, η (AM εἴρων) αυτός που προσποιείται ότι πιστεύει κάτι με απώτερο σκοπό να τό ανασκευάσει, κοροϊδεύει με λεπτότητα νεοελλ. αυτός που μιλά ή γράφει με περιπαιχτική διάθεση, κοροϊδεύει τα ελαττώματα ή τις αδυναμίες τών άλλων αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
υπερτιμώ — ὑπερτιμῶ, άω, ΝΜΑ [τιμῶ] αποδίδω σε κάποιον ή σε κάτι αξία μεγαλύτερη από την πραγματική (α. «υπερτιμά τις δυνάμεις του» β. «πότερον ὑπερτιμῶντες ὡς εὐεργέτην ἔκρυπτον αὐτόν», Σοφ.) νεοελλ. αυξάνω την τιμή εμπορευμάτων ή άλλων οικονομικών αγαθών … Dictionary of Greek
υπερτιμώ — υπερτίμησα, υπερτιμήθηκα, υπερτιμημένος 1. εκτιμώ υπερβολικά, υπερεκτιμώ: Υπερτιμά τις δυνατότητές του. 2. υψώνω την τιμή εμπορεύματος ή άλλου περιουσιακού στοιχείου, ανατιμώ, ακριβαίνω: Υπερτιμήθηκε η βενζίνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπερτιμᾶν — ὑπερτιμάω honour exceedingly pres part act masc voc sg (doric aeolic) ὑπερτιμάω honour exceedingly pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ὑπερτιμάω honour exceedingly pres part act masc nom sg (doric aeolic) ὑπερτιμᾶ̱ν , ὑπερτιμάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)