ὑπερτιμᾷ

ὑπερτιμᾷ
ὑπερτιμάω
honour exceedingly
pres subj mp 2nd sg
ὑπερτιμάω
honour exceedingly
pres ind mp 2nd sg (epic)
ὑπερτιμάω
honour exceedingly
pres subj act 3rd sg
ὑπερτιμάω
honour exceedingly
pres ind act 3rd sg (epic)
ὑπερτῑμᾷ , ὑπερτιμάω
honour exceedingly
pres subj mp 2nd sg
ὑπερτῑμᾷ , ὑπερτιμάω
honour exceedingly
pres ind mp 2nd sg (epic)
ὑπερτῑμᾷ , ὑπερτιμάω
honour exceedingly
pres subj act 3rd sg
ὑπερτῑμᾷ , ὑπερτιμάω
honour exceedingly
pres ind act 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • είρωνας — ο και είρων, ο, η (AM εἴρων) αυτός που προσποιείται ότι πιστεύει κάτι με απώτερο σκοπό να τό ανασκευάσει, κοροϊδεύει με λεπτότητα νεοελλ. αυτός που μιλά ή γράφει με περιπαιχτική διάθεση, κοροϊδεύει τα ελαττώματα ή τις αδυναμίες τών άλλων αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • υπερτιμώ — ὑπερτιμῶ, άω, ΝΜΑ [τιμῶ] αποδίδω σε κάποιον ή σε κάτι αξία μεγαλύτερη από την πραγματική (α. «υπερτιμά τις δυνάμεις του» β. «πότερον ὑπερτιμῶντες ὡς εὐεργέτην ἔκρυπτον αὐτόν», Σοφ.) νεοελλ. αυξάνω την τιμή εμπορευμάτων ή άλλων οικονομικών αγαθών …   Dictionary of Greek

  • υπερτιμώ — υπερτίμησα, υπερτιμήθηκα, υπερτιμημένος 1. εκτιμώ υπερβολικά, υπερεκτιμώ: Υπερτιμά τις δυνατότητές του. 2. υψώνω την τιμή εμπορεύματος ή άλλου περιουσιακού στοιχείου, ανατιμώ, ακριβαίνω: Υπερτιμήθηκε η βενζίνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπερτιμᾶν — ὑπερτιμάω honour exceedingly pres part act masc voc sg (doric aeolic) ὑπερτιμάω honour exceedingly pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ὑπερτιμάω honour exceedingly pres part act masc nom sg (doric aeolic) ὑπερτιμᾶ̱ν , ὑπερτιμάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”